Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2023

Κιτς (νεολογισμός: Κιτσαριό ή και καρακιτσαριό)



16 Μαρτίου 2017
(ανάρτηση στο facebook)

Κιτς
(νεολογισμός: Κιτσαριό ή και καρακιτσαριό)

«Το κιτς είναι μέρος της ανθρώπινης μοίρας» είχε πει κάποτε ο Μίλαν Κούντερα.

O όρος κιτς (γερμανικά: Kitsch), πιθανότατα γερμανικής καταγωγής, χρησιμοποιείται κυρίως υποτιμητικά για την περιγραφή έργων τέχνης ή εν γένει αντικειμένων των οποίων η αισθητική θεωρείται ψεύτικη, επιτηδευμένη ή ευτελής, στερούμενη βαθιάς σκέψης, και με αποκλειστικό σκοπό την τέρψη του θεατή για οικονομικό όφελος. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την περιγραφή έργων ζωγραφικής, και αργότερα η χρήση του επεκτάθηκε προς άλλες μορφές τέχνης - αρχιτεκτονική, διακόσμηση, λογοτεχνία. Συχνά ταυτίζεται με την έννοια του κακού γούστου.
Φαίνεται πως ο όρος επινοήθηκε περίπου το 1870, στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Σχολής του Μονάχου (Munchner Schule), ωστόσο η προέλευσή του παραμένει αβέβαιη. Ως Σχολή του Μονάχου περιγράφεται μια ομάδα ζωγράφων που εργάστηκαν στο Μόναχο ή φοίτησαν στην Ακαδημία μεταξύ του 1850 και 1918.

Δεδομένου ότι το γούστο είναι έννοια υποκειμενική και το κακό γούστο από μόνο του δεν είναι μομφή γι αυτόν που στερείται γούστου και δεδομένου ότι το καλό γούστο δεν είναι έμφυτη ικανότητα αλλά αποκτάται με την αγωγή, την παιδεία και τη συνήθεια, τότε το κακό γούστο γίνεται Κιτς όταν συνοδεύεται με το ψέμα και όταν κάποιος φανερά άσχετος άνθρωπος με το αισθητικό γεγονός, επιμένει να έχει στενές σχέσεις με την τέχνη, προσπαθώντας να την πλασάρει ως τέχνη.
Για πολλά χρόνια ο όρος είχε ξεχαστεί, για να επανέλθει ως διεθνής πλέον τη δεκαετία του '30.

Το σκοπούμενο κιτς, έντεχνο και διόλου αθώο, μπορεί να είναι μεθυστικό. Μην ξεχνάμε ότι χαρακτηρίζει σε σημαντικό βαθμό την αισθητική ολόκληρων στυλ, όπως ο Εκλεκτικισμός και ο Μεταμοντερνισμός στην αρχιτεκτονική του 19ου και 20ού αιώνα αντίστοιχα, με την ακόρεστα πολυσυλλεκτική τους μορφολογία.

Σε τι συνίσταται η δυνατότητα του σκοπούμενου κιτς να προκαλεί μέθη; Πάνω από όλα στο γεγονός ότι οι εκφράσεις του δεν υπόκεινται σε κανονιστικούς περιορισμούς: το κιτς είναι αχαλίνωτο στην ελευθερία του να τσιμπολογάει από παντού, να πλατσουρίζει ασεβώς στους κανόνες στρεβλώνοντας και διαστρέφοντάς τους.

Καθώς δεν έχει τέλος η επινοητικότητά του, ο αυτουργός του κιτς παύει να είναι κατά συρροήν τερατοπλάστης - γίνεται καλλιτέχνης. Επειδή αυτό που κάνει είναι δημιουργία. Που μπορεί να προκαλεί ανατριχίλα αλλά και να γοητεύει το ίδιο θύμα, τον θεατή, ταυτοχρόνως.

Eτσι όταν αναφερόμαστε στο κιτς ας μην το κάνουμε σαν να βρισκόμαστε έξω από την επικράτεια της σαγήνης του, ως αφ' υψηλού παρατηρητές: είναι πολλαπλώς ευεργετικό για την ψυχική μας υγεία, αφού κολακεύει τη ματαιοδοξία μας καθώς προτείνει την απόλαυση των μορφών του χωρίς να ανταπαιτεί τα δυσεπίτευκτα προαπαιτούμενα της καλλιέργειας, της παιδείας και της άσκησης. Κάποτε ο ψυχολογικός προσανατολισμός του καθενός μας καταλήγει στην επιθυμητή δοσολογία του γούστου (τόσο επίκτητο, τόσο αυθόρμητο). Ως τότε πάντως, οι διεργασίες της αλληλεπίδρασης των στοιχείων αυτών έχουν ήδη συντελεστεί, μάλλον ανεπαισθήτως. Και για λίγους, ευτυχώς, αυστηρούς, το κιτς μπορεί να έχει μείνει απέξω.

O Kλέμεντ Γκρίνμπεργκ γράφει πως η ιδιαίτερη αισθητική ποιότητα του κιτς είναι ότι «χωνεύει εκ των προτέρων την τέχνη για λογαριασμό του θεατή και τον απαλλάσσει από την προσπάθεια, του κόβει δρόμο προς τις απολαύσεις της τέχνης, παρακάμπτοντας ό,τι είναι κατ' ανάγκην δύσκολο στην αυθεντική τέχνη» διότι περιλαμβάνει τις αντιδράσεις του θεατή στο ίδιο έργο τέχνης αντί να τον αναγκάζει να έχει τις δικές του αντιδράσεις.
Oταν σε αυτή την ευκολία κατανάλωσης προστεθεί και η ευκολία παραγωγής του κιτς λόγω της τυποποιημένης φύσης του, εύκολα μπορούμε να κατανοήσουμε τη γόνιμη ανάπτυξή του. Aπειλεί την Yψηλή Kουλτούρα με την πλήρη διεισδυτικότητα, τη βάναυση, σαρωτική ποσότητά του.

πηγές:
artmag.gr
Βικιπαίδεια
Aντώνης Kωτίδης, Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο ΑΠΘ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29-1-2006

φωτογραφία:
Η Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, έτος ίδρυσης 1808.
πηγή: wikimapia.org


Δεν υπάρχουν σχόλια: